γαστρίμαργοι

γαστρίμαργοι
γαστρίμαργος
gluttonous
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εμετικός — ή, ό (AM ἐμετικός, ή, όν) αυτός που προκαλεί εμετό («εμετικό φάρμακο») νεοελλ. 1. αηδιαστικός 2. το ουδ. ως ουσ. το εμετικό φάρμακο που φέρνει εμετό αρχ. 1. αυτός που έχει την τάση για έμετο 2. αυτός που παίρνει φάρμακο για έμετο (όπως οι Ρωμαίοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”